παρέστιος — by masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστιον — παρέστιος by masc/fem acc sg παρέστιος by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεστίους — παρέστιος by masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστια — παρέστιος by neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστιοι — παρέστιος by masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραστιά — και παριστιά, η η εστία τού σπιτιού, αλλ. γωνιά, παραγώνι, στιά, τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέστιος (< παρ[α] * + ἑστία) ή < πυρέστιος (< πῦρ + ἑστία) με παρετυμολογική επίδραση τής πρόθεσης παρά] … Dictionary of Greek